διάγοντες

διάγοντες
διάγω
carry over
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Διάγοντες — Διάγων masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπερνώ — λιπερνῶ και λιφερνῶ, έω (Α) [λιπερνής] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) είμαι φτωχός, πενιχρός 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες» …   Dictionary of Greek

  • λιφερνώ — λιφερνῶ, έω (Α) 1. λιπερνώ*, είμαι ισχνός, αδύνατος, λεπτοκαμωμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) «λιφερνοῡντες ἐν συνδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λιπερνής] …   Dictionary of Greek

  • φιλερνώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φιλερνοῡντες ἐν συδένδρῳ τόπῳ προσφιλῶς διάγοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρνοῦμαι «αναδίδω, βλαστάνω» (< ἔρνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”